12/6/11

Για να γίνει βιώσιμος ο δημόσιος τομέας υγείας


Του Γιάννη Tούντα*

Οι δαπάνες στις χώρες της Ευρώπης αυξάνονται κάθε χρόνο, συχνά με πιο γρήγορους ρυθμούς από την οικονομική ανάπτυξη. Το 2008 οι χώρες της Ε.Ε. ξόδευαν στην υγεία κατά μέσο όρο το 8,3 % του ΑΕΠ, από 7,3% το 1998. Το ποσοστό αυτό παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις από 6% στην Κύπρο έως άνω του 10% στη Γαλλία, Γερμανία και Αυστρία. Η Ελλάδα με 9,7% το 2008 (περίπου 23 δισ. ευρώ) καταλάμβανε την 8η θέση ανάμεσα σε 30 ευρωπαϊκές χώρες που είχαν μέσο όρο 8,3%.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατανομή των δαπανών υγείας στους επιμέρους τομείς. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες το μεγαλύτερο ποσοστό των δαπανών καταναλώνει ο νοσοκομειακός τομέας (22%–39%) με μ.ό. Ε.Ε. 31%, και ακολουθεί η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) με μ.ό. 30% και τα ιατρικά προϊόντα, κυρίως φάρμακα, με μ.ό. 25%. Το υπόλοιπο ποσοστό καταναλώνεται στην περίθαλψη χρόνιων αρρώστων (8%) και στις λοιπές υπηρεσίες (6%), στις οποίες περιλαμβάνονται και οι δαπάνες για Δημόσια Υγεία και Πρόληψη, με ποσοστό που δεν ξεπερνά κατά μ.ό. το 2,9%, επιβεβαιώνοντας για μία ακόμα φορά το λαθεμένο νοσοκομειακό - θεραπευτικό προσανατολισμό των συστημάτων υγείας διεθνώς. Στην Ελλάδα οι δημόσιες δαπάνες υγείας το 2010, κατανέμονταν κατά 
  • 55% στον νοσοκομειακό τομέα
  • 14% στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας
  • 2% στον οδοντιατρικό τομέα
  • 25% στα φάρμακα και 
  • 4% σε λοιπές υπηρεσίες
Ειδικότερα για τα φάρμακα, η κατά κεφαλήν φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα ανερχόταν το 2008 σε 682 ευρώ, καταλαμβάνοντας την 1η θέση μεταξύ των 30 ευρωπαϊκών χωρών, παρουσιάζοντας αύξηση από το 2000 άνω του 400%.

Το μεγαλύτερο όμως ενδιαφέρον, τουλάχιστον για τη χώρα μας, επικεντρώνεται στη σχέση δημοσίων και ιδιωτικών δαπανών υγείας. Ο δημόσιος τομέας αποτελεί τη βασική πηγή χρηματοδότησης σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, πλην της Κύπρου. Οι δημόσιες δαπάνες υγείας αποτελούν κατά μέσο όρο τα 2/3 των συνολικών δαπανών υγείας, μέσω της φορολογίας και της συνεισφοράς της κοινωνικής ασφάλισης. Λίγες μόνο χώρες βασίζουν τη δημόσια χρηματοδότηση μόνο στη φορολογία (Ην. Βασίλειο, Σουηδία, Δανία, Ιταλία, Λεττονία και Κύπρος). Σε ορισμένες μάλιστα χώρες, όπως το Λουξεμβούργο, η Τσεχία, το Ην. Βασίλειο και οι Σκανδιναβικές χώρες πλην της Φινλανδίας, οι δημόσιες δαπάνες υγείας ξεπερνούν το 80% των συνολικών δαπανών, σε αντίθεση με Κύπρο, Βουλγαρία, Ελβετία, Λεττονία και Ελλάδα που οι ιδιωτικές δαπάνες ξεπερνούν το 40% (περίπου 10 δισ. ευρώ). Οι υψηλές ιδιωτικές δαπάνες υγείας στη χώρα μας οφείλονται κυρίως στη μη κάλυψη της οδοντιατρικής περίθαλψης από την κοινωνική ασφάλιση, στην έλλειψη οργανωμένης δημόσιας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και στις παράνομες πληρωμές στο ΕΣΥ και στον ιδιωτικό τομέα.

Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη την τελευταία διετία λόγω της δημοσιονομικής κρίσης, είναι ο έλεγχος των δαπανών υγείας. Στη διάρκεια της δεκαετίας 1998–2008 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των δαπανών υγείας στην Ευρώπη ήταν 4,6%, με την Τουρκία (8,8%) και τη Σλοβακία (8,5%) να καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις και τη Νορβηγία (0,8%) και τη Γερμανία (1,8%) τις τελευταίες. Η Ελλάδα παρουσίαζε μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης των δαπανών υγείας 5,4%. Οι ρυθμοί αυτοί δεν μπορούν πλέον να συνεχιστούν κυρίως λόγω της ανάγκης μείωσης του δημοσίου χρέους στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Για να περιοριστούν όμως οι αρνητικές επιπτώσεις από τις περικοπές στη λειτουργία των συστημάτων υγείας και συνακόλουθα στην ίδια την υγεία του ευρωπαϊκού πληθυσμού, η Ευρώπη έχει δρομολογήσει πολιτικές για τη βελτίωση της παραγωγικότητας του τομέα της υγείας επιτείνοντας την αξιολόγηση της ιατρικής τεχνολογίας και αξιοποιώντας τις νέες τεχνολογίες πληροφορικής και τηλεματικής (e–health), καθώς και επιχειρώντας διαρθρωτικές αλλαγές στις χώρες όπου παρατηρούνται αναχρονισμοί και στρεβλώσεις, όπως κατεξοχήν συμβαίνει στην Ελλάδα.

Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, τα δύο αυτά τελευταία χρόνια έγιναν σημαντικές προσπάθειες για τη μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης και την περιστολή της σπατάλης στα Ταμεία. Οι προσπάθειες αυτές απέδωσαν σημαντικά οφέλη για το 2010. Οι φαρμακευτικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 1 περίπου δισ. ευρώ, ο ΟΠΑΔ μείωσε τις δαπάνες υγείας στο δεύτερο εξάμηνο κατά 350 εκατ. ευρώ (περίπου 20%), η ετήσια νοσοκομειακή δαπάνη μειώθηκε κατά 5% και το μέσο κόστος νοσηλείας μειώθηκε κατά 19%, παρά την αύξηση των νοσηλευθέντων κατά 24%.

Για να επιτευχθεί, όμως, ο στόχος της μείωσης των δημόσιων δαπανών υγείας κατά 1,3 δισ. ευρώ το 2011 (700 εκατ. στα φάρμακα, 300 εκατ. στα λειτουργικά των νοσοκομείων και 300 εκατ. στα προνοιακά), θα πρέπει να προχωρήσουν με πιο γρήγορους ρυθμούς οι κρίσιμες διαρθρωτικές αλλαγές με 
  • τη λειτουργία του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ)
  • την επέκταση της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης του ΟΑΕΕ και 
  • της ηλεκτρονικής παραπομπής για εξετάσεις του ΟΠΑΔ στα υπόλοιπα Ταμεία, καθώς και 
  • με τις διοικητικές αλλαγές στα νοσοκομεία
Στις δρομολογημένες αυτές διαρθρωτικές αλλαγές θα πρέπει να προστεθούν άμεσα και αλλαγές σε άλλους σημαντικούς τομείς, όπως είναι
  • η οργάνωση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας
  • η δημιουργία κεντρικής διοίκησης στο ΕΣΥ
  • η αναδιάρθρωση των νοσοκομειακών κλινικών και εργαστηρίων
  • η διαμόρφωση νέων σχέσεων μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και 
  • οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις του προσωπικού, κυρίως των γιατρών
Όλες αυτές οι αλλαγές είναι αναγκαίες, όχι μόνο για να επιτευχθούν οι στόχοι της δημοσιονομικής εξυγίανσης, αλλά και για να μπορέσει να καταστεί ο δημόσιος τομέας υγείας βιώσιμος και αποτελεσματικός.

* Αν. Καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής, Πρόεδρος ΕΟΦ

Πηγή

Η Καθημερινή