3/7/06

Η Ετήσια Έκθεση του ΙΟΒΕ για την Αγορά Φαρμάκου στην Ελλάδα


Το Τμήμα Οικονομικών της Υγείας του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) εξέδωσε πρόσφατα την Ετήσια Έκθεση για την Αγορά Φαρμάκου στην Ελλάδα. Στη μελέτη περιγράφονται και αναλύονται τα πλέον σύγχρονα και έγκυρα στατιστικά δεδομένα που αφορούν στη ζήτηση, την προσφορά και το εξωτερικό εμπόριο του κλάδου, στο διεθνές περιβάλλον, το θεσμικό πλαίσιο και τα προβλήματα της φαρμακευτικής αγοράς,ενώ ταυτόχρονα πραγματοποιείται ανάλυση του ανταγωνισμού και των χρηματοοικονομικών στοιχείων των φαρμακευτικών επιχειρήσεων.

Τα κύρια αποτελέσματα που προέκυψαν από τη μελέτη είναι τα ακόλουθα:

ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH

Τσάμη Καρατάση 11 – Αθήνα 117 42, Τηλ. 210-9211200-10 Fax 210-9233977
11 Tsami Karatasi Str.-Athens 117 42, Tel. +30-210-9211200-10 Fax +30-210- 9233977

Η Αγορά Φαρμάκου στην Ελλάδα

X. Κουσουλάκου1
Συνεργασία: Β. Φραγκουλάκης2

1 Υπεύθυνη Έρευνας, Τμήμα Οικονομικών της Υγείας, ΙΟΒΕ
2 Ερευνητικός Συνεργάτης, Τμήμα Οικονομικών της Υγείας, ΙΟΒΕ

Αθήνα, 2006

Το 2004, η συνολική δαπάνη υγείας στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα €16,4 δισ., από
τα οποία το 54% αφορά σε δημόσια και το 46% σε ιδιωτική. Το μερίδιο της ιδιωτικής δαπάνης, ξεπερνά σημαντικά τα αντίστοιχα μεγέθη των λοιπών χωρών της Ε.Ε. και προσεγγίζει μεγέθη ιδιωτικών συστημάτων υγείας, όπως για παράδειγμα των ΗΠΑ, παρόλο που στην Ελλάδα λειτουργεί Εθνικό Σύστημα Υγείας από το 1983.

Η φαρμακευτική δαπάνη, από την άλλη πλευρά, ανήλθε στα €2,9 δισ., παρουσιάζοντας
μέση ετήσια αύξηση 12,6% την περίοδο 2000-04. Το 2003, (τελευταίο έτος διαθέσιμων στοιχείων ευρωζώνης) η φαρμακευτική δαπάνη της Ελλάδας ως ποσοστό της συνολικής δαπάνης υγείας διαμορφώθηκε σε επίπεδα χαμηλότερα του μέσου όρου της ευρωζώνης (16% έναντι 16,8% αντίστοιχα).



Το συνολικό κόστος συνταγογραφούμενων φαρμάκων το 2004 ανήλθε στα €2,7 δισ., ενώ
η κατά κεφαλή φαρμακευτική δαπάνη ανήλθε το 2003 στα €220, κατατάσσοντας την
Ελλάδα στην τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης.





Στη μελέτη, πραγματοποιείται, επίσης, ανάλυση των προσδιοριστικών παραγόντων
ζήτησης των νοικοκυριών για αγαθά και υπηρεσίες υγείας, με βάση τις Έρευνες
Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΣΥΕ. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, το
μεγαλύτερο ποσοστό ιδιωτικών δαπανών υγείας των νοικοκυριών αποτελείται από
οδοντιατρικές δαπάνες (31,1%), καθώς οι τελευταίες καλύπτονται σε χαμηλό βαθμό από την Κοινωνική Ασφάλιση. Το σύνολο των ιατρικών υπηρεσιών (συμπεριλαμβανομένων των παραϊατρικών και οδοντιατρικών) κατέχει το 65,7% των ιδιωτικών δαπανών υγείας,ενώ η φαρμακευτική δαπάνη αποτελεί μόλις το 16,4%.

Ένας από τους παράγοντες που επηρεάζει σημαντικά τη φαρμακευτική δαπάνη ενός
νοικοκυριού είναι η περιοχή διαμονής του. Συγκεκριμένα, την υψηλότερη μηνιαία
φαρμακευτική δαπάνη πραγματοποιούν τα νοικοκυριά των αγροτικών περιοχών, η οποία
υπερβαίνει το μέσο όρο της χώρας κατά 22%. Αντίθετα, η χαμηλότερη φαρμακευτική
δαπάνη πραγματοποιείται από τα νοικοκυριά της Θεσσαλονίκης, η οποία υπολείπεται του μέσου όρου της χώρας κατά 15%.

Η αύξηση του αριθμού των μελών ενός νοικοκυριού δεν οδηγεί συστηματικά σε αύξηση
της φαρμακευτικής δαπάνης. Το γεγονός αυτό μπορεί, εν μέρει, να εξηγηθεί από το ότι η φαρμακευτική δαπάνη δεν επηρεάζεται τόσο από τον αριθμό των μελών όσο την ηλικιακή σύνθεση αυτών, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται και από τη θετική σχέση της φαρμακευτικής δαπάνης με την ηλικία του υπεύθυνου του νοικοκυριού.

Επιπλέον, παρατηρείται πως ενώ η συνολική δαπάνη υγείας αυξάνεται με το εισόδημα, η φαρμακευτική δαπάνη δεν παρουσιάζει μια συστηματική σχέση με αυτό. Αντίθετα, το επάγγελμα του υπεύθυνου του νοικοκυριού διαφοροποιεί σημαντικά τη φαρμακευτική δαπάνη, με τη μεγαλύτερη –προς τα πάνω-απόκλιση από τη μέση τιμή να εμφανίζεται σε νοικοκυριά με υπεύθυνο μη εργαζόμενο, κυρίως λόγω έλλειψης κοινωνικής ασφάλισης.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως τα νοικοκυριά με υπεύθυνο επιστήμονα δαπανούν για φαρμακευτική περίθαλψη μόλις το 60% του μέσου όρου της χώρας, ενώ νοικοκυριά με υπεύθυνο ανώτερο διοικητικό στέλεχος τον υπερβαίνουν μόλις κατά 13%.

Η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη, από την άλλη πλευρά, αποτελεί το 36% της
συνολικής δαπάνης για υγεία των Ασφαλιστικών Ταμείων (παροχές ασθένειας σε είδος και σε χρήμα) και το 7,65% των συνολικών τους εξόδων. Το μερίδιο της φαρμακευτικής στη συνολική δαπάνη υγείας εμφανίζεται σχετικά υψηλό, διότι τα χρέη των ασφαλιστικών ταμείων προς τα νοσοκομεία επιδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Από την πλευρά της προσφοράς, και σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΦΕΤ, τα τελευταία
πέντε έτη, εισήλθαν στην ελληνική αγορά 1.643 νέα φαρμακευτικά προϊόντα, συνολικής αξίας €574,7 εκατ. Ο συνολικός αριθμός υπεύθυνων κυκλοφορίας στην Ελλάδα ανέρχεται –σύμφωνα με στοιχεία του ΕΟΦ-στους 552. Ο αριθμός των ιδιωτικών φαρμακαποθηκών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα ανέρχεται στις 110 ενώ οι Συνεταιρισμοί Φαρμακοποιών αριθμούν τους 27. Ο αριθμός των φαρμακοποιών στην Ελλάδα ανέρχεται στους 12.336, ο αριθμός, δε, των φαρμακείων, σύμφωνα με εκτίμηση του Πανελληνίου Φαρμακευτικού Συλλόγου ανέρχεται περίπου στα 9.400.

Ο Δείκτης Βιομηχανικής Παραγωγής στον κλάδο του φαρμάκου το 2004
διαμορφώθηκε στις 213 μονάδες, έχοντας υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με το έτος βάσης (2000). Επιπλέον, οι παραγωγικές μονάδες στη χώρα αυξήθηκαν από 61 το 2001 σε 63 το 2002 (τελευταίο έτος διαθέσιμων στοιχείων ΕΣΥΕ).

Ως προς το εξωτερικό εμπόριο του φαρμακευτικού κλάδου, οι εισαγωγές αυξήθηκαν
κατά 16,8% το 2004, ενώ οι εξαγωγές κατά 21,6%. Ο Δείκτης Balassa είναι αρνητικός σε όλη την εξεταζόμενη περίοδο, υποδηλώνοντας την υπεροχή των εισαγωγών έναντι των εξαγωγών. Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου διαμορφώθηκε το 2004 στο €1,6 δισ., ενώ σύμφωνα με εκτίμηση του ΙΟΒΕ, οι παράλληλες εξαγωγές το 2004 ξεπέρασαν τα €1,2 δισ.

Όπως διαπιστώνεται από την ανάλυση του θεσμικού πλαισίου, στην Ελλάδα, το σύστημα υγείας, και κατ’ επέκταση η αγορά φαρμάκου που εντάσσεται σε αυτό, χαρακτηρίζεται από πολλαπλότητα αρμόδιων φορέων και πολυπλοκότητα διαδικασιών λήψης αποφάσεων. Η άσκηση φαρμακευτικής πολιτικής είναι αποσπασματική, καθώς συμμετέχουν πλήθος αρχών, και ως συνέπεια καθίσταται συχνά αναποτελεσματική.

Ιδιαίτερα, ο κλάδος του φαρμάκου είναι έντονα ελεγχόμενος από την Πολιτεία. Οι κύριες αιτίες παρέμβασης είναι η προστασία του ασθενή, η προστασία της επιχείρησης και η συγκράτηση των φαρμακευτικών δαπανών. Για την επίτευξη των στόχων αυτών, η Πολιτεία χρησιμοποιεί μια σειρά από ρυθμιστικά μέτρα, που σκοπό έχουν να επηρεάσουν τόσο την προσφορά όσο και τη ζήτηση. Τα κυριότερα από αυτά αφορούν στις πολιτικές τιμολόγησης και αποζημίωσης των φαρμάκων, και αποτελούν και τα κυριότερα σημεία των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων του θεσμικού πλαισίου της Ελλάδας.

Τέλος, τα προβλήματα στην αγορά φαρμάκου συνίστανται σε εκείνα που αφορούν στην
πλευρά της ζήτησης και σε εκείνα που αφορούν στην πλευρά της προσφοράς. Από την
πλευρά της ζήτησης, το κυριότερο πρόβλημα είναι οι καθυστερήσεις κυκλοφορίας
φαρμάκων στην αγορά που έχουν ήδη λάβει άδεια κυκλοφορίας, γεγονός που οδηγεί σε
ανισότητες στην πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμα φάρμακα. Επιπλέον, στην ελληνική αγορά, παρατηρούνται συχνά ελλείψεις λόγω των αυξημένων παράλληλων εξαγωγών.

Από την πλευρά της προσφοράς, κύρια προβλήματα αποτελούν οι καθυστερήσεις στη
λήψη αποφάσεων και το διαρκώς μεταβαλλόμενο θεσμικό πλαίσιο, τα οποία δημιουργούν έλλειψη σταθερότητας και δεν επιτρέπουν το μακροχρόνιο σχεδιασμό στρατηγικών των επιχειρήσεων.